- σεληνόφωτο
- [-ως (-ωτος)] τό лунный свет
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σεληνόφως — ωτος, το, ΝΑ, και σεληνόφωτο Ν 1. αστρον. το φως που προέρχεται από τη Σελήνη και διαχέεται στην ατμόσφαιρα τής Γης, το φεγγαρόφωτο («ἔκειτο δ ἡ μὲν λευκὸν εἰς σεληνόφως φαίνουσα μαστὸν λελυμένης ἐπωμίδος», Χαιρήμ.) νεοελλ. φρ. «Σονάτα υπό το… … Dictionary of Greek
σεληνόφωτος — η, ο, Ν 1. αυτός που φωτίζεται από την σελήνη, σεληνοφώτιστος 2. το ουδ. ως ουσ. το σεληνόφωτο βλ. σεληνόφως. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + φωτος (< φώς, φωτός), πρβλ. λειψί φωτος] … Dictionary of Greek
φεγγάρι — το 1. η σελήνη: Ολόγιομο φεγγάρι. 2. σεληνόφωτο, το φως του φεγγαριού: Ωραίος είναι ο κήπος με φεγγάρι. 3. η σεληνιακή περίοδος, ο σεληνιακός μήνας: Έχω πολλά φεγγάρια να σε ιδώ. 4. παραξενιά, λόξα: Σήμερα έχει τα φεγγάρια του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φεγγαρόφωτος — η, ο 1. φεγγαρόλουστος (βλ. λ.): Φεγγαρόφωτη βραδιά. 2. το ουδ. ως ουσ., φεγγαρόφωτο το σεληνόφωτο, το φως του φεγγαριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιγούρα — η (λ. ιταλ.) 1. μορφή, σχήμα, εικόνα, πρόσωπο: Στο σεληνόφωτο διαγράφεται η φιγούρα του σώματός της. 2. εικονογραφημένο τραπουλόχαρτο (ρήγας, ντάμα, βαλές): Σ αυτή τη μοιρασιά του πεσαν πολλές φιγούρες. 3. (ναυτ.), το ακρόπρωρο (βλ. λ.), και στον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)